- σφυγμομετρώ
- Ν1. μετρώ τη συχνότητα τών σφυγμών τής καρδιάς2. μτφ. α) προσπαθώ να εξιχνιάσω τις διαθέσεις, προθέσεις ή τα αισθήματα ενός ή περισσότερων ανθρώπωνβ) κάνω σφυγμομέτρηση τής κοινής γνώμης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + μετρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.