σφυγμομετρώ

σφυγμομετρώ
Ν
1. μετρώ τη συχνότητα τών σφυγμών τής καρδιάς
2. μτφ. α) προσπαθώ να εξιχνιάσω τις διαθέσεις, προθέσεις ή τα αισθήματα ενός ή περισσότερων ανθρώπων
β) κάνω σφυγμομέτρηση τής κοινής γνώμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + μετρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σφυγμομετρώ — σφυγμομέτρησα, σφυγμομετρήθηκα 1. μετρώ το σφυγμό κάποιου. 2. κάνω έρευνα προς εξακρίβωση των διαθέσεων ή απόψεων κάποιου, κάνω δοκιμαστική κρούση σε κάποιον: Παράγοντες του κόμματος σφυγμομετρούν την κοινή γνώμη και ενημερώνουν συνεχώς τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμομετρώ — [θερμόμετρο] 1. μετρώ με το θερμόμετρο τη θερμοκρασία 2. σφυγμομετρώ, προσπαθώ να διαγνώσω τις διαθέσεις ή τις αντιδράσεις κάποιου …   Dictionary of Greek

  • σφυγμοκρατώ — έω, Μ κρατώ τον σφυγμό, σφυγμομετρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + κρατῶ (< κράτης < κράτος), πρβλ. θαλασσο κρατώ] …   Dictionary of Greek

  • σφυγμομέτρηση — Μια από τις βασικές μεθόδους της πρακτικής κοινωνικής έρευνας. Είναι γνωστή και με την ονομασία γκάλοπ. Εφαρμόζεται σε κοινωνικές, κοινωνικοψυχολογικές, δημογραφικές κ.ά. έρευνες. Κατά τη σ. κάθε μέλος της ομάδας που έχει επιλεχθεί για την έρευνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”